- εμβύω
- μετ. затыкать, заделывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβύω — (AM ἐμβύω) εμφράσσω, αποφράσσω … Dictionary of Greek
παρεμβύω — Α παρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek
ἐμβυόμενα — ἐμβῡόμενα , ἐμβύω stuff in pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβύσαι — ἐμβύ̱σαῑ , ἐμβύω stuff in aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβύσας — ἐμβύ̱σᾱς , ἐμβύω stuff in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνβύσαι — ἐνβύ̱σαῑ , ἐμβύω stuff in aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεβύσαμεν — ἐνεβύ̱σαμεν , ἐμβύω stuff in aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέβυσε — ἐνέβῡσε , ἐμβύω stuff in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβυόμενα — ἐπεμβῡόμενα , ἐπί ἐμβύω stuff in pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμβυσον — ἔμβῡσον , ἐμβύω stuff in aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)